Eraclis Papachristou is interviewed by Chrystalla Hatzidimitriou for the Phileleftheros Sunday Edition.
«Θα ήθελα πολύ να σχεδιάσω ένα νεκροταφείο. Είναι από τους πλέον υποδεέστερους σε ποιότητα χώρους, μια χωράφα στο πουθενά. Κι αυτό σημαίνει κάτι για την κουλτούρα μας. Απουσιάζει ο τελευταίος σεβασμός»
– Ας το πάρουμε από την αρχή: Πώς βρέθηκες στην αρχιτεκτονική;
Σίγουρα δεν γεννήθηκα και ήθελα να κάνω αυτό το πράγμα, ούτε έφτιαχνα σπιτάκια με lego. Απλά, το ’89 όταν θα έδινα προεισαγωγικές έπρεπε να σκεφτώ κάτι που με ενδιέφερε. Κι είχα αποφασίσει πως με ενδιέφερε η αρχιτεκτονική, χωρίς ωστόσο να μπορώ να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς ήταν. Όταν είσαι μαθητής δεν μπορείς να αντιληφθείς τι είναι η αρχιτεκτονική. Υπήρχαν όμως κάποιοι παράμετροι που με κατευθύναν. Μου άρεσε πολύ η γεωμετρία καθώς και το μάθημα του τεχνικού σχεδίου. Υπήρχε επίσης στην οικογένεια ένας αρχιτέκτονας, ο Χρύσανθος Χρυσάνθου (θείος), ο οποίος όμως μόλις είχε έρθει από την Αμερική και δεν τον είχα σαν πρότυπο, ούτε άλλες αναφορές είχα. Εκείνη την εποχή ούτε κτίρια στην Κύπρο υπήρχαν για να λες «τι ωραίο, θέλω και εγώ να σχεδιάσω κάποτε ένα τέτοιο», ούτε ταξίδια κάναμε. Μέχρι το ’89 δεν ξέρω αν είχα βγει καν από την Κύπρο. Δεν είχα καθόλου παραστάσεις. Έδωσα λοιπόν εξετάσεις και πέρασα στο ΑΤΙ ηλεκτρολόγος μηχανικός, δάσκαλος στην Παιδαγωγική και αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. Πιθανόν αν δεν περνούσα να μην το έκανα γιατί δεν είχα τότε άλλο τρόπο να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Και φυσικά η γιαγιά μου δεν χώνεψε ποτέ το ότι δεν έγινα δάσκαλος!
– Κάποια στιγμή το δοκίμασες διδάσκοντας στο πανεπιστήμιο. Για ένα εξάμηνο. Το ακαδημαϊκό κομμάτι θέλει μια άλλη ηρεμία και ένα άλλο τρόπο σκέψης. Στην φάση που είμαι τώρα δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Μου αρέσει η ένταση και η δράση, να σχεδιάζω και να υλοποιώ κτίρια, παρά να προσεγγίζω την αρχιτεκτονική με εκπαιδευτικό τρόπο. Ενδεχομένως στα πανεπιστήμια να ήταν καλό να διδάσκουν και αρχιτέκτονες που είναι στην ενεργό δράση αλλά αυτή την στιγμή ούτε εγώ είμαι σε τέτοια φάση, ούτε τα πανεπιστήμια -τουλάχιστον το Κύπρου- το επιδιώκει.
– Μιλάς για φάση όμως μάλλον η πορεία σου ήταν πάντα σε διαρκή εγρήγορση. Η αλήθεια είναι πως πήγα 17 χρονών για σπουδές, επέστρεψα στα 24 και από την στιγμή που ήρθα πίσω δεν σταμάτησα να εργάζομαι. Οπόταν ναι, πάντα υπήρχε μια πίεση.
– Αν υπήρχε Cypriot dream θα ήσουν παράδειγμα, ένα success story. Στην Κύπρο, και όχι μόνο στην αρχιτεκτονική, υπάρχουν -πιστεύω-δυνατότητες. Αν και υπάρχουν επαγγέλματα που είναι πιο κλειστά, που υπάρχει κάποια παράδοση, νομίζω πως ο καθένας έχει την ευκαιρία μέσα από την εργασία και την ικανότητα του να εξελιχθεί. Τουλάχιστον στην αρχιτεκτονική οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να δεχτούν καινούργια πράγματα. Τους αρέσει να πρωτοτυπούν και επιδιώκουν να διαφοροποιηθούν. Όχι μόνο στο επίπεδο της κατοικίας αλλά και σε πιο μεγάλες αναπτύξεις. Την τελευταία 20έτια οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ποιότητα της αρχιτεκτονικής. Η οποία δεν είναι εύκολα αξιολογήσιμη ούτε καν από τους ίδιους τους αρχιτέκτονες. Άρα, πρέπει να την εξηγήσεις με πιο μετρήσιμα στοιχεία, όπως οικονομική απόδοση, συντήρηση και λοιπά. Ο πελάτης πρέπει να καταλάβει πως ένα καλό κτίριο δεν είναι και ακριβό. Ένα σωστά σχεδιασμένο κτίριο, μακροπρόθεσμα μπορεί να στοιχίζει λιγότερο. Άρα η επιτυχία είναι ένας συνδυασμός ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής προσέγγισης αλλά και προσέγγισης προς τους πελάτες. Ένας αρχιτέκτονας, λοιπόν, θα πρέπει να «εκμεταλλευτεί» -το λέω με θετικό τρόπο- αυτή την ανάγκη για διαφοροποίηση, ώστε να δώσει μια καινούργια άποψη.
– Φυσικά, για σένα σήμερα είναι εύκολο να πείσεις τον πελάτη, αλλά τότε που ξεκίνησες δεν ήταν και τόσο απλό. Πάντα υπάρχει μια ξαδέλφη έτοιμη να σε εμπιστευτεί. Όλοι ξεκινούν με ένα σπίτι μιας ξαδέλφης…. Ήρθε ο ξάδελφος από τις σπουδές του πρέπει να τον στηρίξουμε, ο ξάδελφος καλώς ή κακώς έχει την αυτοπεποίθηση πως μπορεί να το κάνει κι έτσι αρχίζουν όλα. Ξεκινάς να κάνεις ένα σπίτι και αυταπόδεικτα δεν έχεις γνώση κατασκευαστική. Οπόταν πέφτεις στην θάλασσα και κολυμπάς.
– Τουλάχιστον η ξαδέλφη είναι ευχαριστημένη; Νομίζω πολύ. Την αρχιτεκτονική τη βλέπουμε στο πλαίσιο της εποχής της. Ωστόσο εκείνο το πρώτο σπίτι που σχεδίασα, αν και έχει μια 20ετία που τέλειωσε, στέκει πολύ καλά τόσο αρχιτεκτονικά όσο και στα υπόλοιπα. Φυσικά, στην αρχή θες να τα κάνεις όλα οπόταν ίσως να υπάρχουν κάποια πλουραλιστικά στοιχεία. Ύστερα γίνεσαι πιο αφαιρετικός.
– Στην αρχή της καριέρας σου, εμφανίστηκες με κατοικίες από γυμνό μπετόν. Σε εκφράζει ακόμα αυτή τάση; Δεν με ενδιαφέρει το ίδιο πράγμα και δεν πιστεύω ότι είναι εύκολο κάποιος να έχει αρχιτεκτονική ταυτότητα. Δεν μπορείς να προσδιορίσεις και να παράγεις δικό σου αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο. Ελάχιστοι αρχιτέκτονες κατάφεραν να έχουν προσωπικό ιδίωμα και δεν πιστεύω ότι στην Κύπρο υπάρχει κάποιος που το έχει. Αυτό που μπορεί να έχει ο καθένας είναι να προσπαθήσει να έχει μια βαθιά γνώση του τι συμβαίνει και, χωρίς να είναι αντιγραφική, να είναι δημιουργική και να παράγει τα δικά του κτήρια μέσα από ένα φιλτράρισμα της γνώσης και των εμπειριών που έχει.
– Θα έλεγα πως πλουραλιστικά στοιχεία διακρίνει κάποιος σε πιο πρόσφατες δουλειές σου. Σε διάφορες φάσεις έχω αναζητήσεις, είτε είναι εξπρεσιονιστικές, είτε υλικοτήτων, είτε κατασκευής, είτε πιο ακραία τεχνικά θέματα. Και τούτο εξαρτάται κάθε φορά από το έργο. Ένα έργο ανάπτυξης δεν μπορείς να το δεις με τον ίδιο τρόπο που θα δεις ένα έργο φοιτητικών εστιών. Στο ΤΕΠΑΚ έκανα μια τεράστια προσπάθεια από την αρχή να μην έχω κανένα αρχιτεκτονικό εξπρεσιονισμό και να είναι καθαρή αρχιτεκτονική, λιτή, με κατευθύνσεις πιο πολύ κοινωνικές. Να παράξω, δηλαδή, χώρους κοινωνικής συνάθροισης, διαφορετικής κλίμακας παρά να έχω ένα κτίριο με έντονο πρόβολο ή μια τεράστια μύτη.
– Η αρχιτεκτονική όντως μπορεί να έχει κοινωνικό ρόλο; Φυσικά. Όχι όμως σε όλα τα έργα. Υπάρχουν έργα που δεν είναι ζητούμενο οπόταν δεν μπορείς να το έχεις. Μπορεί να έχει όμως κλίμακες κοινωνικών παρεμβάσεων. Δηλαδή, υπάρχουν οικιστικά συγκροτήματα που είναι περίκλειστα και αυτόνομα και αναφέρονται σε άτομα που επιζητούν ιδιωτικότητα και υπάρχουν άλλα που πρέπει να είναι πιο κοινωνικά και ανοικτά. Δεν μπορούν όλα να είναι κοινωνικά. Εκείνα που πρέπει να είναι ανοικτά είναι ο δημόσιος χώρος. Ο δημόσιος χώρος θα πρέπει να είναι ανοικτός και βιώσιμος, να δίνει εμπειρίες και συνεχείς εναλλαγές. Δεν πρέπει να σταματά η λειτουργία του. Δεν μπορεί ένας δημόσιος χώρος να λειτουργεί το πρωί και μετά να νεκρώνει. Πρέπει να έχει μια κυκλικότητα και εναλλαξιμότητα στην χρήση.
– Οι αρχιτέκτονες έχουν ευθύνη έναντι των πόλεων; Οι απόψεις περί κοινωνικής αρχιτεκτονικής ξεκίνησαν τη δεκαετία του ‘70. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι εκείνης της Σχολής. Καταλήξαν οι αρχιτέκτονες αντί να σχεδιάζουν, να διαβάζουν ερωτηματολόγια και να απαντούν θεωρητικολογώντας κι ο κόσμος παρασύρεται από απόψεις που δεν είναι κατ’ ανάγκη σωστές. Για παράδειγμα, τον τελευταίο καιρό διεξάγεται μια συζήτηση «ψηλό έναντι χαμηλό». Έχει φορές που τα κτίρια πρέπει να είναι ψηλά κι έχει φορές που πρέπει να είναι χαμηλά. Είμαι σίγουρος πως αν βγεις έξω και ρωτήσεις, η πλειοψηφία θα πει «να είναι χαμηλά». Ή, αν ρωτήσεις «πως θέλετε την πλατεία σας;» Θα σου πουν «πράσινη». Δεν είναι έτσι απλά όμως τα πράγματα. Χρειάζεται να εξεταστούν κι άλλοι παράγοντες. Η πράσινη πλατεία είναι στα βουνά. Οι αστικές πλατείες πρέπει να έχουν πιο δόμημενα χαρακτηριστικά. Πήγε κανένας μέσα στο πράσινο να πιει τον καφέ του; Όλοι οι Κύπριοι είναι στα καφέ στις πόλεις. Άρα γιατί να μην έχει η πόλη ένα δομημένο περιβάλλον σε συνδυασμό με το πράσινο; Άμα μπλεχτείς σε μια λαϊκή συζήτηση θα πάρεις τέτοιου είδους απαντήσεις κι αυτό δεν βοηθά τις πόλεις. Θέλει ένα πιο συστηματικό και πιο επαγγελματικό τρόπο για να συζητηθεί ο κοινωνικός χώρος ή το πως δομείς τις πόλεις σου.
– Μια και αναφέραμε πλατεία, πως βλέπεις την Πλατεία Ελευθερίας τώρα που σχεδόν ολοκληρώθηκε. Για να είμαι ειλικρινής δεν την περπάτησα από κάτω για να έχω καθαρή εικόνα. Σε εκείνο τον διαγωνισμό όμως συμμετείχαμε και εμείς και πήραμε και βραβείο. Άρα τον θυμάμαι. Το πρόγραμμα μιλούσε για ένα πέρασμα που θα περνούσαν και τα αυτοκίνητα από πάνω. Μια πλατεία με διπλή υπόσταση. Οπόταν η πρόταση ανταποκρίνεται σε αυτό που ήταν το ζητούμενο. Αρχιτεκτονικά δε, είναι Zaha Hadid. Αυτό αγοράσαμε. Η Zaha είναι από τους λίγους αρχιτέκτονες στον κόσμο που κατάφερε να έχει ιδιαίτερη γραφή. Άρα αυτό θέλαμε, αυτό πήραμε. Σε γενικές γραμμές τη θεωρώ μια ενδιαφέρουσα προσθήκη για τη Λευκωσία. Και αστικά αναμένω θα λειτουργήσει θετικά ως προς την ανάπτυξη της πόλης δίνοντας μια ποιότητα χώρου.
– Και τα ψηλά κτήρια τι θα προσθέσουν; Όσο αναγκαίο είναι να κάνεις ένα ισόγειο ή ένα υπόσκαφο κτίριο, είναι το ίδιο αναγκαίο να κάνεις κι ένα ψηλό κτήριο. Να πω το τετριμμένο πως έπρεπε να δημιουργηθούν συγκεκριμένες ζώνες και να αναπτυχθούν ταυτόχρονα οι αναγκαίες υποδομές; Νομίζω πως είναι αυτονόητο. Είναι από τα πρώτα πράγματα που σε μαθαίνουν όταν πας αρχιτέκτονας και κάνεις το πρώτο σου μάθημα περί πολεοδομίας.
– Στην Κύπρο όμως μοιάζει να μην ήταν γνωστό αυτό το πρώτο μάθημα πολεοδομίας; Για μια ακόμα φορά ο ιδιωτικός τομέας ήταν πριν το κράτος. Στη Λευκωσία πρόλαβαν και έκαναν Σχέδιο Κέντρου για αυτό και είναι καλύτερα τα πράγματα. Σε συνδυασμό με αστικές υποδομές, πεζόδρομους και λοιπά, θα δοθεί μια ένταση στο κέντρο της πόλης. Η συζήτηση όμως τις περισσότερες φορές αφορά τη Λεμεσό. Εκεί, η γραμμική ανάπτυξη της πόλης κατά μήκος της θάλασσας δημιούργησε αντίστοιχα γραμμικές αναπτύξεις. Το ζητούμενο σε μια παραθαλάσσια πόλη είναι να αυξήσεις τις μονάδες με θέα την παραλία, ενώ στη Λευκωσία θέλεις πυκνότητα στο κέντρο. Δεν με ενοχλεί τόσο το 37οροφο και το 40όροφο πάνω στην παραλία. Εκείνο που με ενοχλεί είναι που μέσα στις γειτονιές, δίπλα από τα 2όροφα κάνουμε 10όροφα. Επίσης, αν βγεις σε ένα ψηλό κτίριο και κοιτάξεις πίσω προς τα βουνά της Λεμεσού δεν μπορείς να μην διερωτηθείς ποια η διαφορά με την πυκνότητα όλων τούτων των κατοικιών πάνω στα βουνά; Δεν ήταν φυσικό περιβάλλον εκείνο; Δεν ήταν καλύτερα να ήταν δάσος; Θυμάμαι πολύ καλά στις συζητήσεις υπήρχε πάντα ένας κύριος που έλεγε «μου κόψατε τον ορίζοντα της θάλασσας». Αντίστοιχα όμως και αυτός έκοψε τον ορίζοντα των άλλων προς τα βουνά.
– Ένα βασικό ζήτημα με τα ψηλά κτίρια της Λεμεσού είναι πως πωλούνται για να μείνουν ακατοίκητα στην ουσία. Αυτό είναι πολύ αρνητικό. Είναι όμως πέραν της αρχιτεκτονικής. Επίσης κάποια ψηλά κτίρια είναι απλά stretch πολυκατοικίες. Ένα ψηλό κτίριο, λόγω του ότι είναι ορατό από πολλά σημεία, έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην πόλη από ότι μια χαμηλή πολυκατοικία μέσα στον αστικό ιστό, για αυτό και θα έπρεπε να ήταν πιο σωστά σχεδιασμένα. Ακόμα, το πιο σημαντικό είναι πως θα γερνούν αυτά τα κτίρια; Η συντήρηση τους δεν είναι τόσο εύκολη όσο ενός άλλου κτιρίου. Άρα η ποιότητα και τα υλικά κατασκευής τους θα έπρεπε να εγγυούνται μια διάρκεια ζωής.
– Πριν έρθω στη συνάντηση μας διάβαζα μια συνέντευξη του David Adjaye. Ανάμεσα στα άλλα έλεγε πως τα έργα δισεκατομμυρίων στρεβλώνουν την αρχιτεκτονική και πως πλούσιοι πελάτες διέφθειραν το νόημα της αρχιτεκτονικής μετατρέποντας την σε δεκανίκι του καπιταλισμού. Πάντοτε οι Τέχνες και η αρχιτεκτονική είχαν τους πάτρωνες τους. Για να παράξεις χρειάζεσαι τρίτους. Εσύ είσαι το δεκανίκι για να κάνει ο άλλος την κατοικία του ή τις επιχειρήσεις του. Οπόταν έχει μια δόση αλήθειας, αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Μπορεί να πει κάποιος πως και εμείς «χρησιμοποιούμε» τους πελάτες για να κάνουμε τα έργα μας. Και όσο καλύτερα τα κάνουμε αυτό προωθεί τη δουλειά μας και την αρχιτεκτονική έναντι της εμπορικότητας και μαζικότητας, δίνοντας ποιότητα και χαρακτήρα στην πόλη.
– Θα σχεδίαζες οτιδήποτε; Βεβαίως. Δεν έχω καμιά αναστολή. Ακούω καμιά φορά να λένε «υπάρχει αρχιτέκτονας που ανέλαβε να κάνει αυτό το κτίριο;» Η αξία είναι, αν είσαι ικανός, εκείνο που σου ανέθεσαν να το κάνεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για το καλύτερο αποτέλεσμα. Η δουλειά του αρχιτέκτονα δεν είναι να κάνει πολιτική. Προσωπικά, μόνο φυλακές -νομίζω- πως δεν θα σχεδίαζα. Θα ήθελα όμως πάρα πολύ να σχεδιάσω ένα νεκροταφείο. Είναι από τους πιο υποδεέστερους σε ποιότητα χώρους στην Κύπρο. Μια χωράφα στο πουθενά. Κι αυτό σημαίνει κάτι για την κουλτούρα μας. Αν πας στα χωριά, βλέπεις το κοιμητήριο σε ένα ωραίο σημείο με θέα, σαν μέρος της κοινότητας. Αυτό χάθηκε. Πλέον τα κοιμητήρια είναι ευτελώς καμωμένα. Απουσιάζει ο τελευταίας σεβασμός. Η ποιότητα του χώρου στην Κύπρο έχει να κάνει με τον προσωπικό χώρο, όχι με τον δημόσιο.
– Φυλακές δεν θα έκανες. Αν είχες όμως την ευκαιρία να σχεδιάσεις κάτι ελεύθερα, τι θα ήταν; Τις προάλλες είχα μια συζήτηση με κάποιον που είναι ωρολογοποιός. Συζητούσαμε τη διαφορά της κοσμηματοποιίας από την ωρολογοποιία έναντι της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής. Το κόσμημα ισούται με το γλυπτό, ενώ η ωρολγοποιία κι η αρχιτεκτονική έχουν λειτουργικό περιεχόμενο. Λατρεύω την γλυπτική αλλά δεν τολμώ να καταπιαστώ. Θα μου άρεσε λοιπόν να έκανα, κάποια στιγμή, ένα πολύ μικρό προσωπικό χώρο. Σε μια μικροκλίμακα. Ένα κέλυφος το οποίο να έχει να κάνει πιο πολύ με την γλυπτικότητα του χώρου.
– Εκτός από την αρχιτεκτονική με τι ασχολείσαι; Με ενδιαφέρει η Τέχνη και κυρίως η γλυπτική, όπως ήδη ανέφερα. Είμαι ιδιαίτερα προσκολλημένος στη γλυπτική της δεκαετίας του ΄60-΄70. Η γλυπτική εκείνης της εποχής έχει μια γεωμετρική διάσταση. Άλλα ενδιαφέροντα δεν έχω. Ακόμα και τις ώρες που δεν εργάζομαι ασχολούμαι με την αρχιτεκτονική, διαβάζοντας ή παρακολουθώντας κάτι σχετικό.
– Διακρίνω μια ορθολογιστική αντίληψη στα πράγματα. Για να μπορείς να προχωρήσεις χρειάζεται να έχεις μια ορθολογιστική και κριτική ματιά. Στη δουλειά μας, κάθε τι που κάνεις πρέπει να το αξιολογήσεις σωστά, να ιεραρχήσεις τη σύνθεση, το κόστος, να μετράς και να βρίσκεις τον τρόπο και να τα προσεγγίζεις δημιουργικά. Υστέρα θα έρθουν τα πολεοδομικά και όλα τα υπόλοιπα. Οι αρχιτέκτονες, κάπου στη διαδικασία το χάνουμε. Δεν έχω εμπειρία από το εξωτερικό, δεν έζησα και δεν δούλεψα ποτέ μου, αλλά νοιώθω πως στην Κύπρο, είτε είμαστε πολύ της κουλτούρας και της θεωρίας, είτε της μαζικότητας: να κάνουμε ακόμα ένα κτήριο, όπως πάμε κάθε βδομάδα στο σουπερμάρκετ. Χρειάζεται ένα μέτρο στα δύο αυτά άκρα. Δεν ξέρω αν είναι ορθολογισμός.
– Αυτή η στάση έχει να κάνει με τον τρόπο που μεγάλωσες; Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Αλλά το ότι ο πατέρας μου ήταν αγνοούμενος -δεν τον γνώρισα ποτέ, ήμουν μόνο δύο χρόνων όταν έγινε η εισβολή- δεν μας κατέβαλλε σαν οικογένεια. Υπήρχε πάντα μια ατμόσφαιρα «είμαστε εδώ και προχωράμε παρακάτω». Πρέπει να λειτουργείς μέσα στο πλαίσιο που βρίσκεσαι. Δεν μπορείς να πας πίσω και να αλλάξεις τα πράγματα. Άρα πρέπει να προχωρήσεις με όσα έχεις.
Φιλελεύθερα, 8.11.2020.
Συνέντευξη: Χρυστάλλα Χατζηδημητρίου ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ